Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η περιουσία

См. также в других словарях:

  • περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσία — η το σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»