-
1 περιουσία
[пэриусиа] ουσ. Θ. имущество, состояние,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιουσία
-
2 имущество
имущест||вос ἡ περιουσία, τό κτήμα, τό χτήμα, ἡ ιδιοκτησία:движимое (недвижимое) \имуществово ἡ κινητή (ἀκίνητη) περιουσία· государственное \имуществово ἡ κρατική περιουσία. -
3 собственность
собственн||остьж ἡ ἰδιοκτησία, ἡ περιουσία:социалистическая \собственность ἡ σοσιαλιστική ἰδιοκτησία· государственная \собственность ἡ κρατική ἰδιοκτησία· личная \собственность ἡ προσωπική ἰδιοκτησία (или περιουσία)· частная \собственность ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία· земельная \собственность ἡ κτηματική περιουσία, ἡ γαιοκτησία. -
4 состояние
состояни||е Iс ἡ κατάσταση [-ις]:газообразное \состояние ἡ ἀεριώδης κατάσταση· моральное \состояние τό ἡθικό· \состояние здоровья ἡ κατάσταση τής ὑγείας· по \состояниеκ> здоровья διά λόγους ὑνείας· находиться в \состояниеи войны βρίσκομαι σέ κατάσταση πόλεμου· ◊ быть в \состояниеи сделать что-л. εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι· быть не в \состояниеи сделать что-л. δέν εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι.состояние IIс (капитал, имущество) ἡ περιουσία:получать \состояние κληρονομώ περιουσία· составлять \состояние κάνω περιουσία. -
5 достояние
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κτήμα, κτήση, ιδιοκτησία, περιουσία, βιός•всенародное достояние κτήμα όλου του λαού•
вот всё моё να αυτή είναι όλη μου η περιουσία•
промотать своё достояние κατασπαταλώ την περιουσία μου•
неимущих κτήμα των φτωχών•
опыт передовиков достояние - всех рабочих η πείρα των πρωτοπόρων είναι κτήμα όλων των εργατών.
-
6 инвентарь
-я α.1. περιουσία (όλα τα πράγματα επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης).2. κατάλογος περιουσιακός.εκφρ.живой инвентарь – η περιουσία σε ζώα•мертвый инвентарь – περιουσία σε εί• δη (πράγματα). -
7 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
8 достояние
достояние с η περιουσία, η ιδιοκτησία; всенародное \достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία* * *сη περιουσία, η ιδιοκτησίαвсенаро́дное достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία
-
9 имущество
-
10 капитал
капитал м 1) эк, το κεφάλαιο 2) (имущество ) η περιουσία* * *м1) эк. το κεφάλαιο2) ( имущество) η περιουσία -
11 состояние
состояние с 1) (положение) η κατάσταση, η θέση 2) (имущество) η περιουσία ◇ я не в \состояниеи... δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να...* * *с1) ( положение) η κατάσταση, η θέση2) ( имущество) η περιουσία••я не в состоя́нии... — δεν είμαι σε θέση να..., δεν μπορώ να…
-
12 инвентарарь
инвентар||арьм1. τά στοιχεία τής κινητής περιουσίας:сельскохозяйственный \инвентарарьа́рь ἡ ἀγροτική κινητή περιουσία· мертвый \инвентарарьарь ἡ ἄψυχη κινητή περιουσία·2. (подробная опись имущества) κατάστιχο ἀπογραφή. -
13 движимость
-и θ.κινητή περιουσία•дом и вся движимость το σπίτι κι όλη η κινητή περιουσία.
-
14 движимый
επ. από μτχ.κινητός• κινούμενος. || ως ουσ. ουδ. -ое η κινητή περιουσία.εκφρ.- ое имущество – κινητή περιουσία. -
15 недвижимый
επ., βρ: -жим, -а, -о κ. недвижимый βρ: -жим, -а, -о.1. ακίνητος, ακούνητος.2. (για περιουσία) ακίνητος•- ое имущество ή имение ακίνητη περιουσία.
-
16 собственность
-и θ.1. ιδιοκτησία• περιουσία•частная собственность ατομική ιδιοκτησία•
социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•
государственная собственность δημόσια περιουσία•
личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•
приобретение -и απόκτηση περιουσίας•
присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•
конфискация -и δήμευση της περιουσίας•
земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.
2. κυριότητα•право -и δικαίωμα κυριότητας•
приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.
-
17 состояние
-я ουδ.1. κατάσταση•состояние здоровья η κατάσταση της υγείας•
экономическое состояние страны η οικονομική κατάσταση της χώρας•
находиться в -и войны βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση•
нетрезвое состояние κατάσταση μέθης•
состояние опьянения κατάσταση μέθης•
газовое состояние αεριώδης κατάσταση•
семейное состояние οικογενειακή κατάσταση.
|| παλ. ομάδα κοινωνική.2. περιουσία•не иметь -я δεν έχω περιουσία.
εκφρ.быть в -и – είμαι σε κατάσταση (θέση). -
18 движимость
юр. η κινητή περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движимость
-
19 имущество
η περιουσία, το υλικό, ο εξοπλισμόςличное - τα ατομικά είδη, η ιδιοκτησίαспасательное - мор. τα (ναυαγοσωστικά είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имущество
-
20 инвентарь
1. (совокупность предметов какого-л. имущества) о εξοπλισμός, η περιουσία· сельскохозяйственный - αγροτικός - 2. (опись имущества, реестр) о (περιουσιακός) κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвентарь
См. также в других словарях:
περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσία — η το σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)